- εισαείρομαι
- εἰσαείρομαι (Α)εισδέχομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐσαειράμενος — εἰσαείρομαι take to oneself aor part mid masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εις — (I) και εισέ και σε και σ( ) προ φωνήεντος ή τών πλαγίων πτώσεων τού άρθρου (AM εἰς και ές) πρόθ. που δηλώνει: 1. μέσα («..χύνονται στη θάλασσα», «οἵ τ εἰς ἅλαδε προρρέουσιν») 2. κίνηση προς, σε τόπο («πήγες εις το Μεσολόγγι», «εἰσέβαλε... ἐς… … Dictionary of Greek